ὑπερορία
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
ἡ,
A v. ὑπερόριος 1.2.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, s. ὑπερόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερορία: ἡ, ἴδε ὑπερόριος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὑπερόριος.