φλυκταινοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A blister like, Hp.Mul.2.116.
German (Pape)
[Seite 1293] ές, blasenartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλυκταινοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φλύκταιναν, Ἱππ. 641. 12· -ώδης, ες, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 251, Ἡσύχ. ἐν τῇ λέξει πεμφιδώδεες πυρετοί.