ὑδροκηλικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A suffering from hydrocele, Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788. II for curing hydrocele, Paul.Aeg.6.62.
German (Pape)
[Seite 1174] ή, όν, mit einem Wasserhodenbruch behaftet, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροκηλικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.