φρόνος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek (Liddell-Scott)
φρόνος: τό, ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων, δηλ. ὁ ἐφ’ ᾧ μέγα φρονοῦσιν οἱ Ἕλληνες, Διήγ. Ἀχιλ. στ. 1264, ἔκδ. Wr. Παρὰ δὲ Μαυροφρύδῃ, Πολεμ. Τρωαδ. στ. 20 εὕρηται, ὡς φαίνεται, καὶ ὁ πληθυντικὸς ἐν τοῖς: ἀπὸ μεγάλα φρόνα = φρονήματα, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.