ταράκτης
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ου, ὁ,
A disturber, Lyc.43.
German (Pape)
[Seite 1069] ὁ, der aufrührt, in Unordnung, Verwirrung bringt, Lycophr. 43.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ ταραχὴν ἐπιφέρων, ταραχοποιός, Λυκόφρων 43.