ταράκτης
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ταράκτου, ὁ, disturber, Lyc.43.
German (Pape)
[Seite 1069] ὁ, der aufrührt, in Unordnung, Verwirrung bringt, Lycophr. 43.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰράκτης: -ου, ὁ, ὁ ταραχὴν ἐπιφέρων, ταραχοποιός, Λυκόφρων 43.