φαιδροείμων
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (εἷμα)
A in bright attire, Agath.5.15.
German (Pape)
[Seite 1250] ονος, in reinem Kleide, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδροείμων: ον. γεν. -ονος. (εἶμα) ὁ λαμπρῶς ἐνδεδυμένος, ἀστικοί τε καὶ φαιδροείμονες Ἀγαθ. 159C.