ὑπερφερής
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ές,
A pre-eminent, excellent, LXX Da.2.31, Hsch.: Comp., Anon. ap. Suid., Dionysius in Wien.Stud.20.319.
German (Pape)
[Seite 1203] ές, 1) hervorragend, dah. vortrefflich, ausgezeichnet. – 2) = ὑπερηφανής, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφερής: -ές, ἀνώτερος, ἔξοχος Ἑβδ. (Δαν. Β΄, 31). ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερφερές, μέγα ὑπερέχον», πρβλ. Φώτ. καὶ Ἡσύχ.