σύνηλυς
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, in pl.,
A convenae, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1023] υδος, ὁ, ἡ, mitgehend, zusammenkommend, Sp., wie Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
σύνηλῠς: ῠδος, ὁ, ἡ, ὁ ἐρχόμενος ὁμοῦ μετά τινος, συνερχόμενος, αὐτὸς ὁμοῦ γνωτοί τε συνήλυδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 2. 65, 17, 75. κτλ.˙ πρβλ. σύγκλυς.