τριηράρχης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A v. τριήραρχος.
Greek (Liddell-Scott)
τριηράρχης: -ου, ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ τριήραρχος, τριηράρχας μὲν ὠνόμαζον οἱ παλαοὶ τοὺς ἄρχοντας τῶν τριήρων Γαλην. τ. 6, σ. 39.