τριακτήρ
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (τριάζω)
A victor, A.Ag.171 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τριακτήρ: ῆρος, ὁ, νικητής, «τριακτῆρος, νικητοῦ· ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πεντάθλοις ἀποτριαζόντων ἐπὶ ἐλπίδι νίκης» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 171, πρβλ. τριάζω, ἀτρίακτος.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
vainqueur en trois assauts ; vainqueur.
Étymologie: τριάζω.