ὑπόχευμα
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ατος, τό,
A gentle stream, soft sprinkling, v.l. in Pi.P.5.101 (pl.); ὑπὸ χεύμασιν codd. opt.
German (Pape)
[Seite 1239] τό, das Darunter- od. Dazugegossene, Pind. P. 5, 94, von Böckh getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόχευμα: ἥσυχον χύσιμον, ῥάντισμα, Πινδ. Π. 5. 135· ἀλλ’ ἡ πιθ. γραφ. εἶναι ὑπὸ χεύμασιν.