ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
adv.
de Lycie.
Étymologie: Λυκία, -θεν.
Λυκίηθεν (Α)
επίρρ. από τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (ιων. τ. του Λυκία) + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν), πρβλ. Κρήτη-θεν, Λιβύη-θεν].