ίσαλος

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οριζόντια γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ίσαλα
τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στην ίδια οριζόντις γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας
3. φρ. «ίσαλος γραμμή» — η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με το σκάφος πλωτού μέσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -αλος (< ἅλς, ἁλός «θάλασσα»), πρβλ. αγχί-αλος, αναξί-αλος].