Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
αλυχτώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλυχτῶ με μεταπλασμό κατά τα ρήματα σε -αίνω (πρβλ. ζεσταίνω, χορταίνω, θερμαίνω)].