ασφόδελος

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek Monolingual

και ασφοδελός, ο και ασφοδε(ί)λι, το (Α ἀσφόδελος)
το ποώδες φυτό ασφόδελος ο μικρόκαρπος, του οποίου όλα τα φύλλα είναι διατεταγμένα στη βάση του βλαστού και τα λευκά του λουλούδια σχηματίζουν τσαμπί (οικ. λειριίδαι)
Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ασφόδελοι καλύπτουν τα Ηλύσια Πεδία, τον τόπο των νεκρών κατά την ελληνική μυθολογία (πρβλ. «Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι», Μαβίλης).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].