τσαμπί
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
το, Ν
1. βότρυς σταφυλιού («το κλήμα είχε πολλά τσαμπιά»)
2. συνεκδ. κάθε καρπός που μοιάζει με βότρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. zambin, υποκορ. του ιταλ. zampa].