φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
ἀρτιφαής, -ές (AM)αυτός που τώρα μόλις άρχισε να λάμπει.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής)].