ἀλακάτα
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.
dor. c. ἠλακάτη.
v. ἠλακάτη.
ἀλακάτα, η (Α)
δωρ. τ. αντί του ἠλακάτη
στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.