ἀνασεύομαι
From LSJ
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
Pass., only aor., αἷμα . . ἀνέσσυτο the blood
A sprang forth, spouted up, Il.11.458.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασεύομαι: (ἴδε σεύω), παθ., εὕρηται δὲ μόνον ἐν τῷ συγκεκομ. ἀορ., αἷμα.. ἀνέσσυτο, τὸ αἷμα ἀνεπήδησεν, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Λ. 458.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. 3ᵉ sg. ἀνέσσυτο;
jaillir.
Étymologie: ἀνά, σεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀνέσσῠτο Il.11.458]
brotar, saltar, surgir, αἷμα Il.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.D.42.441.