βαρύδικος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A taking heavy vengeance, ποινά A.Ch.936.

German (Pape)

[Seite 433] ποινά, schwere Rache übend, Aesch. Ch. 936.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδῐκος: -ον, βαρεῖαν, μεγάλην ἐκδίκησιν λαμβάνων, Αἰσχύλ. Χο. 936.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui punit durement.
Étymologie: βαρύς, δίκη.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδῐκος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que se toma dura venganza ποινά A.Ch.936.

Greek Monolingual

βαρύδικος, -ον (Α)
εκείνος που παίρνει βαριά, σκληρή εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -δικος < δίκη «ποινή, τιμωρία»].