ποινά
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
= ποινή, ποιά (Lacon.), Hsch. (Perh. for ποιϝά.)
English (Slater)
ποινά (-ά, -άν; -άς.)
a penalty θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν (O. 2.58) [ποινὰ? v.l. ap. Σ, (Pae. 6.172) ] οἷσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 1.
b reward Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων (P. 1.59) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον (N. 1.70)
c remedy δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον (sc. Βάττον) ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν (P. 4.63)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) πόα, ποία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολη θεωρείται η σύνδεση του τ. ποινά με τη λ. πόα / ποία, εκτός εάν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. αντί ποιFᾱ. Απίθανη εξάλλου θεωρείται η υπόθεση ότι ο τ. σχηματίστηκε από συμφυρμό του πόα / ποία και του τ. κοινά
χόρτος (Ησύχ.)].
Russian (Dvoretsky)
ποινά: (ᾱ) ἡ дор. = ποινή.