ἀφόρυκτος
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ον,
A unspotted, unstained, AP9.323 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρυκτος: -ον, ἀκηλίδωτος, καθαρός, Ἀνθ. Π. 9. 323.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non souillé.
Étymologie: ἀ, φορύσσω.
Spanish (DGE)
-ον
impoluto, sin mácula, δούρατα AP 9.323.1 (Antip.).