Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
κρεῶν: γεν. πληθ. τοῦ κρέας. Ὀδ. Ο. 98.
see κρέας.