προσπτήσσω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπτήσσω Medium diacritics: προσπτήσσω Low diacritics: προσπτήσσω Capitals: ΠΡΟΣΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: prosptḗssō Transliteration B: prosptēssō Transliteration C: prosptisso Beta Code: prospth/ssw

English (LSJ)

   A crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part. for προσπεπτηκυῖαι) headlands verging towards the harbour, i.e. shutting it in, Od.13.98.

German (Pape)

[Seite 779] von Buttmann angenommene Präsensform, um ποτιπεπτηυῖα abzuleiten, welches unter προσπίπτω nachzusehen ist.

Greek (Liddell-Scott)

προσπτήσσω: κλίνω πρός τι, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ προσπεπτηκυῖαι), ἀπόκρημνοι ἀκταὶ προσνεύουσαι, προσκλίνουσαι πρὸς τὸν λιμένα, δηλ. περικλείουσαι αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· - κατὰ τύπον ἠδύνατο νὰ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ προσπίπτω, ὡς καὶ συχνάκις λαμβάνεται· ἀλλ’ ἴδε καταπτήσσω, ὑποπτήσσω.

Greek Monolingual

Α
παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»].