εὐξύμβλητος
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
εὐξύμβολος, εὐξυνεσία, εὐξύνετος, Att. for εὐς-.
German (Pape)
[Seite 1084] -ξύμβολος, -ξύνετος, att. für εὐσύμβλητος u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξύμβλητος: εὐξύμβολος, εὐξύνετος Ἀττ. ἀντὶ εὐσύμβλητος, εὐσύμβολος, εὐσύνετος.
French (Bailly abrégé)
att. c. εὐσύμβλητος.
Greek Monolingual
εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αττ. τ., βλ. ευσύμβλητος.