Φωκαιεύς

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.

Greek Monolingual

-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. -εύς].