μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
[Seite 195] μνησαίατο u. ähnliche Formen, s. unter μιμνήσκω.
impér. ao. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι.
see μιμνήσκω.