συγκατέδομαι
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
fut. of συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέδομαι: μέλλ. τοῦ συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.
Greek Monolingual
Α
(μέλλ. με ενεργ
σημ.) βλ. συγκατεσθίω.