συνηρετέω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνηρετέω Medium diacritics: συνηρετέω Low diacritics: συνηρετέω Capitals: ΣΥΝΗΡΕΤΕΩ
Transliteration A: synēretéō Transliteration B: synēreteō Transliteration C: synireteo Beta Code: sunhrete/w

English (LSJ)

   A work with, assist, befriend, τινι S.Aj.1329 (as Lob. from Hsch. (ξυνηρετίσεις· συνήσεις, συζυγήσεις) for συνηρετμεῖν) ἆρ' ὄλβος αὐτοῖς . . ξυνηρετεῖ; E.Fr.776 (prob. cj. for συνηρεφεῖ codd. Stob.); ξ. τύχαις adapt oneself to... ib.282.7 (but κἀξυπηρετεῖν (codd. Gal.) may be right).

Greek (Liddell-Scott)

συνηρετέω: συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τινι Σοφ. Αἴ. 1329 (ὡς ὁ Λοβέκ. ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἐν λέξ. συνηροτήσεις) ἀντὶ ξυνηρεμεῖν)· ἆρ’ ὅλβος αὐτοῖς... ξυνηρετεῖ; Εὐρ. Ἀποσπ. 773 (ὡς ὁ Dobree ἀντὶ συνηρεφεῖ)· ― ξυνηρέτης, ου, ὁ, «σύμφωνος· ὡς ὁ ἐναντίος, ἀντηρέτης» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συνηρετμέω.