κλεεννός

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεεννός Medium diacritics: κλεεννός Low diacritics: κλεεννός Capitals: ΚΛΕΕΝΝΟΣ
Transliteration A: kleennós Transliteration B: kleennos Transliteration C: kleennos Beta Code: kleenno/s

English (LSJ)

ά, όν, Lyr. (Aeol.) form of κλεινός,

   A famous, Simon.120, Pi.P.4.280 (Sup.), 5.20, Scol.5.

German (Pape)

[Seite 1447] dor. = κλεινός.

English (Slater)

κλεεννός, κλεινός (κλεεννᾶς, -αῖς: κλεινός; -ά, -ᾶς, -ᾷ. -άν, -αί, -ᾶν, -αῖς(ιν): κλεινότερον: κλεεννότατον.)
   1 renowned of pers., κλεινὸς οἰκιστὴρ Hieron (P. 1.31) of places, κλεινὰν Ἀκράγαντα (O. 3.2) τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (O. 6.6) κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ (O. 7.81) κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος (O. 9.14) καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου (P. 4.280) κλεεννᾶς παρὰ Πυθιάδος (P. 5.20) Πίνδου κλεενναῖς ἐν πτυχαῖς (P. 9.15) κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (N. 1.2) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2. [πόλιν κλεινὰν (κείναν v. l.) (P. 1.61) ] of songs, victories, κλειναῖς ἀοιδαῖς (P. 3.114) ἀρεταῖς κλειναῖσιν (P. 8.23) κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (I. 2.19) κλεινότερον γάμον (P. 9.112) c. dat., καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις (P. 9.70)

Greek Monolingual

κλεεννός, -ά, -όν (Α) κλέος
(αιολ. λυρ. τ.) βλ. κλεινός.