καινόταφος

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tombeau d’une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.

Greek Monolingual

καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.