ἱστουργός
English (LSJ)
ὁ or ἡ,
A worker at the loom, weaver, PSI4.371.8 (iii B.C.), J.BJ1.24.3.
German (Pape)
[Seite 1271] am Webstuhl arbeitend, Schol. Theocr. 15, 80 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστουργός: ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, ὑφαντουργός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
qui tisse, tisserand.
Étymologie: ἱστός, ἔργον.
Greek Monolingual
ἱστουργός, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, ξυλ-ουργός).