προστρέφω
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
A bring up in, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη A.Ag. 736 (lyr.). 2 feed up, Ruf.Fr.68 (Pass., prob. cj.). II feed in addition to oneself, Teles p.40 H.
Greek (Liddell-Scott)
προστρέφω: ἀνατρέφω ἐντός, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 735.
French (Bailly abrégé)
élever ou nourrir dans, τινι.
Étymologie: πρός, τρέφω.
Greek Monolingual
Α τρέφω
(ιδίως το παθ.) προστρέφομαι
1. τρέφομαι επί πλέον
2. ανατρέφομαι («ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», Αισχύλ.).