αὐτόνοος

From LSJ
Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_7)

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνοος Medium diacritics: αὐτόνοος Low diacritics: αυτόνοος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΟΣ
Transliteration A: autónoos Transliteration B: autonoos Transliteration C: aftonoos Beta Code: au)to/noos

English (LSJ)

ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships,

   A instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.

Spanish (DGE)

-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.