διενεκτέον
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
(διαφέρω)
A one must excel, Luc.Astr.1.
Greek (Liddell-Scott)
διενεκτέον: ῥημ ἐπίθ. τοῦ διαφέρω, πρέπει τις νὰ ὑπερέχῃ, Λουκ. Ἀστρολ. 1.
Spanish (DGE)
1 hay que destacar, hay que descollar c. ac. rel. οὐδὲ διδασκαλίην ἐπαγγέλλεται ὅκως ταύτην τὴν μαντοσύνην δ. Luc.Astr.1.
2 hay que establecer distinciones c. dat. agente φιλοσοφίᾳ ... οὐ δ. ὑπὲρ τῶν ὀνομάτων la filosofía no debe establecer diferencias en razón de los términos Synes.Regn.21 (p.51).