ἐμμονή
English (LSJ)
ἡ,
A continuance, opp. ἀπαλλαγή, τοῦ κακοῦ Pl.Grg. 479d.
German (Pape)
[Seite 809] ἡ, das Darinbleiben, Ausdauern, κακοῦ, im Uebel, Plat. Gorg. 479 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμονή: ἡ, τὸ ἐμμένειν εἴς τι, ἐμμονὴ τοῦ κακοῦ Πλάτ. Γοργ. 479D.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
persévérance dans, insistance à, gén..
Étymologie: ἐμμένω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
continuación, persistencia τοῦ κακοῦ Pl.Grg.479d, cf. Iambl.Myst.3.13.
Greek Monolingual
η (AM ἐμμονή)
επιμονή, σταθερότητα σε κάτι
αρχ.
παραμονή, συνέχιση, διατήρηση.