ἐξακτέον
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
(
A ἐξάγω 1.2) one must put out of the way, kill, αὑτόν M. Ant.3.1. 2 one must lead out, Aët.9.8. II (ἐξάγω 1.1b) one must march out, X.HG6.5.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξακτέον: ῥηματ. ἐπίθ. (ἐξάγω Ι. 2) πρέπει τις νὰ ἐξαγάγῃ τινὰ ἐκ τοῦ μέσου, νὰ φονεύσῃ αὐτόν, Μάρκ. Ἀντ. 3. 1. 2) (ἐξάγω Ι. 1, β) πρέπει τις νὰ ἐξέλθῃ, ἔγνω ἐξακτέον εἶναι τὴν ταχίστην ἐκ τοῦ κόλπου Ξεν. Ἑλλην. 6. 5, 18.
Spanish (DGE)
I tr.
1 hay que sacar, hay que hacer salir c. ac. τὸν ἵππον X.Eq.4.4, τὰς κύνας ἐπὶ θήραν Arr.Cyn.p.74.22 (tít.), τοὺς ἤδη λιποθυμήσαντας ἐ. ταχέως Aët.9.8.
2 fig. quitar la vida αὑτόν M.Ant.3.1.
II intr.
1 hay que salir, marcharse de tropas ἐκ τοῦ κόλπου X.HG 6.5.18, de rebaños ἐπὶ τὴν νομήν Gp.18.2.7.
2 fig. morir Plot.1.9.1.