ἰθύθριξ

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

German (Pape)

[Seite 1245] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύθριξ: ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux droits, càd non crépus.
Étymologie: ἰθύς, θρίξ.

Greek Monolingual

ἰθύθριξ, -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»].