καταπυρίζω
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
A v. καππυρίζω.
German (Pape)
[Seite 1373] anzünden, Theocr. 2, 24, καππτρίσασα, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
καταπῠρίζω: καὶ ποιητ. τύπος καππυρίζω, καταπυρακτῶ, κατακαίω.
Greek Monolingual
καταπυρίζω και ποιητ. τ. καππυρίζω (Α) κατάπυρος
κατακαίω.