κατεστράφατο
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A v. καταστρέφω. κατέσχεθον, v. κατέχω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεστράφατο: ἴδε ἐν λ. καταστρέφω
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de καταστρέφω.