ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: καταχεύω | Medium diacritics: καταχεύω | Low diacritics: καταχεύω | Capitals: ΚΑΤΑΧΕΥΩ |
Transliteration A: katacheúō | Transliteration B: katacheuō | Transliteration C: katacheyo | Beta Code: kataxeu/w |
Ep. for sq.:—Med.,
A τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν Hes.Op. 583.
καταχεύω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., τέττιξ καταχεύετ’ ἀοιδὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581.
καταχεύω (Α)
καταχέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χεύω (επιτ. τ. του χέω)].