σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
κεκύθωσι: ῠ, ἴδε ἐν λ. κεύθω.
3ᵉ pl. sbj. ao.2 poét. de κεύθω.
see κεύθω.