κλιτύς
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
German (Pape)
[Seite 1455] ύος, ἡ, ein abschüssiger Ort, Abhang, Hügel; πολλὰς δὲ κλιτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il. 16, 390; ἐς κλιτὺν ἀναβάς Od. 5, 470; Παρνησία, Τ, ρυνθία, Soph. Ant. 1131 Trach. 270; δοχμιᾶν διὰ κλιτύων Eur. Alc. 578; sp. D., wie Nic. Al. 34 u. Nonn. [Bei Hom. ist υ in den zweisylbigen Casus lang.]
Greek (Liddell-Scott)
κλῑτύς: -ύος, ἡ, αἰτ. πληθ. κλιτῦς Ἰλ. Π. 390· (κλίνω)· ― κατωφέρεια, πλευρὰ βουνοῦ, λατ. clivus, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ὀδ. Ε. 470· Παρνησίαν ὑπὲρ κλιτὺν Σοφ. Ἀντ. 1145· Τιρυνθίαν πρὸς κλ. ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 270, κτλ. ― Λέξ. ποιητ. ῑ ἀείποτε· ῡ ἐν τῇ αἰτ. κλιτὺν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει· ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ἀττ..
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
pente, penchant, colline.
Étymologie: κλίνω.
Greek Monolingual
η (AM κλιτύς, -ύος)
βλ. κλε(ι)τύς.