λαρίς
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = λάρος, AP7.652 (Leon.), 654 (Id.).
German (Pape)
[Seite 16] ίδος, ἡ, = λάρος, Leon. Tar. 74 (VII, 652).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰρίς: -ίδος, ἡ, = λάρος, Ἀνθ. Π. 7. 652, 654.
Greek Monolingual
λαρίς, -ίδος, ἡ (Α)
ο γλάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάρος κατά τα θηλ. σε -ίς].