Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Full diacritics: μᾰκών | Medium diacritics: μακών | Low diacritics: μακών | Capitals: ΜΑΚΩΝ |
Transliteration A: makṓn | Transliteration B: makōn | Transliteration C: makon | Beta Code: makw/n |
A v. μηκάομαι. μάκων [ᾱ], μᾱκώνειον, μᾱκωνίς, v. μηκ-.
μᾰκών: ἀρχαία ποιητ. μετοχ. τοῦ ἀορ. τοῦ μηκάομαι (ὃ ἴδε), Ὅμηρ.· - «μακών· βοήσας» Ἡσύχ.
part. ao.2 de μηκάομαι.
see μηκάομαι.