μηλοβοτήρ

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A shepherd, Il.18.529, h.Merc.286.

German (Pape)

[Seite 172] ῆρος, ὁ, der Schaafhirt, Schäfer, Il. 18, 529 u. sp. D., wie Coluth. 156.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοβοτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Σ. 529, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 286· - οὕτω μηλοβότης, ου, ὁ, Δωρ. -τας, Πινδ. Ι. 1. 67, Εὐρ. Κύκλ. 53.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
berger, pâtre.
Étymologie: μῆλον¹, βόσκω.

English (Autenrieth)

ῆρος: shepherd, pl., Il. 18.529†.

Greek Monolingual

μηλοβοτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
βοσκός προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -βοτήρ (< θ. βο- του βόσκω), πρβλ. ληι-βοτήρ.