Ὀλύμπια

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλύμπια: (ἐξυπ. ἱερά), τά, οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες εἰς τιμὴν τοῦ Ὀλυμπίου Διός, ἱδρυθέντες ὑπὸ Ἡρακλέους τῷ 776 π.Χρ. καὶ ἀνιδρυθέντες ὑπὸ Ἰφίτου (πρβλ. Ὀλυμπιὰς ΙΙ. 3), καὶ τελούμενοι κατὰ πᾶν τέταρτον ἔτος ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀθροιζομένων ἐν Ὀλυμπίᾳ, πρῶτον παρ’ Ἡδοτ.· κατὰ τὸ πλεῖστον ἄνευ ἄρθρου, Ὀλύμπια ἄγειν 8. 26· Ὀλ. ἀναιρεῖν, νικᾶν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, 6. 36· Ὀλ. νικᾶν (ἴδε νικάω Ι. 1)· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, ποιεῖν τὰ Ὀλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 28· στέφεσθαι τὰ Ὀλ. Λουκ. π. Μισθ. Συνόντ. 13. ― Οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες ἤρχοντο τῇ 11ῃ τοῦ Ἑκατομβαιῶνος.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
les jeux Olympiques qui se célébraient tous les quatre ans, en l’honneur de Zeus, à Olympie, en Élide.
Étymologie: Ὀλύμπιος.