ὀρείφοιτος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 372] Gebirge durchschweifend, Schol. Opp. Hal. 3, 386.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parcourt les montagnes.
Étymologie: ὄρος, φοιτάω.
Greek Monolingual
ὀρείφοιτος και ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος -ον (Α)
αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ.
β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ.
γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. αερό-φοιτος].