ὀρυχή
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ἡ,
A = ὄρυξις, Inscr.Délos 365.32 (iii B. C.), SIG799ii2 (Cyzicus, i A. D.), Luc.Ner.1. 2 apptly., = snout of a pig, Plu.2.670a (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, das Graben, der Graben, Plut. Symp. 4, 5 u. a. Sp., wie Appian. Vgl. ὀρυγή u. die dort citirte Stelle des Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρῠχή: ἡ, = ὄρυξις, Πλούτ. 2. 670Α, Β, Λουκ. Νέρ. 1· πρβλ. ὀρυγή. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 316.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de creuser, de fouiller.
Étymologie: ὀρύττω.
Greek Monolingual
η (Α ὀρυχή) ορύσσω
όρυξη
αρχ.
(για χοίρο) εκσκαφή γης με το ρύγχος.